Ο λαός του Ρουμλουκιού υπήρξε πιστός στα ήθη, έθιμα της λαϊκές, και χριστιανικές παραδόσεις. Επιβίωσε βασιζόμενος σ΄αυτό που ο ίδιος δημιούργησε στο πέρασμα των αιώνων. Δεν δανείστηκε αλλά ούτε και δάνεισε στοιχεία λαογραφικά, κοινωνικά κ.α. Ο πατριαρχικός τρόπος ζωής τον ανέδειξε σαν μια υποδειγματική κοινωνία στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Άνθρωποι ολιγογράμματοι, πειθαρχημένοι στους κανόνες της ζωής. Πονόψυχοι, φιλήσυχοι, ολιγαρκείς. Σήμερα ακόμα μετά την σαρωτική καταιγίδα από αμέτρητες ξένες επιρροές, πολλές συνήθειες διατηρούνται αναλλοίωτες και μεταλαμπαδεύονται στις νεότερες γενιές.
Θα προσπαθήσω να περιγράψω μερικές απ΄αυτές. Όπως έχουν διασωθεί στην μνήμη μου από τα παιδικά μου χρόνια, μνήμες άπου το Πάσχα, άπου την γιορτή του φωτός. Το Πάσχα στο Ρουμλούκι το καρτερούσαν μικροί μεγάλοι, ήταν μια ιδιαίτερη Ορθόδοξη Χριστιανική γιορτή, ήταν γιορτή της άνοιξης, της αναγέννησης, της ίδιας της ζωής. Η εκκλησία με τις παραδόσεις των πατέρων, μας τροφοδότησε και μας τροφοδοτεί αυτές τις ημέρες με ελπίδα. Το Πάσχα εκείνα τα χρόνια που εγώ θυμάμαι, άρχιζε με μια όμορφη γιορτή του Λαζάρου. Ένα έθιμο που δεν γνωρίζουμε την αρχή του, γνωρίζουμε όμως το τέλος, που ήταν η σαρωτική δεκαετία του 50-60.
Το Σάββατο του Λαζάρου κοπέλες από 13-17 ετών έκαναν ομάδες σε κάθε μαχαλά, γίνονταν Λαζαρίνες και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το λαζαρ΄κό. Τα λόγια φτωχά, σημασία όμως είχε ότι τιμούσαν τον φίλο του Χριστού, που είναι πολύ συμπαθής στον ελληνικό λαό.
Οι πληροφορίες που έχω από ηλικιωμένες γυναίκες, λένε πως προπολεμικά ντύνονταν με τα γιορτινά ρούχα, τον άσπρο σαγιά - σαϊα, το τσεμπέρι στο κεφάλι, ένα μαύρο και άσπρο μαντήλι, τα ακριβά ασημικά των μανάδων, λουλούδια της εποχής, και τραγουδώντας χόρευαν αντικριστό χορό, ενώ μια μικρότερη κοπέλα κρατούσε ένα καλάθι για το φιλοδώρημα, που συνήθως ήταν αυγά. Το έθιμο αυτό σταμάτησε στα δύσκολα χρόνια των πολέμων και εμφανίστηκε μετά τον εμφύλιο, όχι όμως με ρουμλουκιώτισσες, αλλά κοπέλες - αρκουδαρογύφτσες
Αυτές φορούσαν παρδαλά, μακριά φουστάνια, μαντήλια χρωματιστά, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια πολλά λουλούδια στο κεφάλι και τα λόγια μπερδεμένα στο τραγούδι.
Έχω καταγράψει τα λόγια που έλεγαν οι Ρουμλουκιώτισσες, και δω, όμως δεν έχουν μια αρχή, και ένα τέλος με το όλο θέμα. "Ήρθην η Λάζαρους, ήρθαν τα Βάϊα, ήρθην η Κυριακή που τρων τα ψάρια. Σήκου Λάζαρε μ κι μην κοιμάσι ήρθαν η μάνας απ΄την πόλη, σίφιρι χαρτί κι καλαμάρι, γράφει Θόδωρι, γράφει Δημήτρη, γράφει Λιμουνιά κι κυπαρίσσι. Τώρα λάλησιν πουλί κι αηδόνι, τώρα λάλησιν κι χιλιδόνι, κι απ΄τ΄χρεόν.
Η λαϊκή παράδοση λέει, πως όταν ο Λάζαρος ξανάρθε στη ζωή, δεν γέλασε ποτέ, έμεινε ως το τέλος της ζωής του "αγέλαστος" εξαιτίας των φριτκών πραγμάτων που βίωσε στον κάτω κόσμο. Πάνω σ΄αυτή την λαϊκη παράδοση υπάρχουν και τα εξής λόγια: - Πες μας Λάζαρε, τι είδες εις τον Άδη που επήγες; -Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνουν. Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι της καριδάς, των χειλιών και μη μ΄ερωτάτε πλέον…
Κυριακή των Βαϊων
Βάιος, ήταν από τις βαργιές γιορτές της χριστιανοσύνης. Όλοι πήγαιναν στην εκκλησία να προσκυνήσουν, και να πάρουν την ευλογία του παπά, που συνοδεύονταν από ένα κλωνάρι Βάϊας. Αν το κλωνάρι είχε πολλά άνθη, τότε θα πρόκοβαν τα πλιά-τ΄κουσσόπουλα. Την βαϊα την θεωρούσαν ιερό δώρο και την τοποθετούσαν στο εικονοστάσι.
Οι κανόνες της εκκλησίας επιτρέποιυν αυτή την Κυριακή για ένα γεύμα με ψάρι. Το αγαπημένο τους ψάρι ήταν το γριβάδι, ο γουλιανός, ψάρια που τα έπιαναν οι ίδιοι από τον Αλιάκμονα και παλαιότερα από τον βάλτο των Γιαννιτσών.
Μ.Εβδομάδα
Ηταν βαρύ, και πένθιμο το κλίμα μέσα στο χωριό. Θυμάμαι ακόμα την εικόνα των μαυροφορεμένων γυναικών στο χωριό μου το Κεφαλοχώρι, με τα μαύρα μαφέσια -μαντήλια στο κεφάλι, μπουρμπουλιασμένες, κρυμένο το πρόσωπο, ένδειξη πένθους και ένα πρόχειρο από κεργιά φτιαγμένα στο σπίτι με αγνό κερί μέλισσας. Στο άλλο χέρι λουλούδια σπιτικά. Σκυμένες, αμήλιτες σαν να είχαν σπιτικό νεκρό. Άναβαν παντού κεριά, μα τα περισσότερα στην μητέρα του Χριστού, να την παρηγορίσουν για τον Θάνατο του γιού της. Την έκαμναν κουράγιο με λόγια αληθινά, και αν κάποια μάνα ήταν χαροκαμένη, θα την παρηγορούσε με το δικό της βαρύ πένθος.
Μ. Τετάρτη, η κόκκινη τιτράδ. Η πρώτη δουλειά ήταν να βάψουν τρία αυγά για την Παναγιά, τα οποία τοποθετούσαν στο εικονοστάσι, και θα παρέμεναν εκεί ως τον άλλο χρόνο
Τα προηγούμενα τα πέρναν, τα σπαζαν και τα τάιζαν στις όρνιθες.
Αν κάποιο αυγό από την πολυκαιρία είχε βαλσαμωθεί, είχε δημιουργήσει κρατήρ τότε το κρατούσαν. Σπανίως γινόνταν αυτό να γίνει το ασπράδι και ο κρόκος μια γυάλινη μπίλια. Μ΄αυτό σταυρώναν τους αρρώστους, και έλεγαν και κάτι ακαταλαβίστικα λόγια ψιθυριστά, που τα κρατούσαν σαν μυστικό και το παρέδιδαν στα εγγόνια
Μ.Πεμπτη - πέφτ. Ήταν η ποιο κουραστική μέρα. Έπρεπε να βάφουν όλα τα αυγά με ριζάρι, ένα φυτό, που η ρίζα του όταν βράσει βγάζει κόκκινο χρώμα, μ΄αυτά βάφονταν εκείνα τα χρόνια και όλα τα νήματα και οι κάνορες.
Ολα όμως έπρεπε να τελιώσουν ως την ώρα που θα χτυπούσε η καμπάνα πένθιμα. Από εκείνη την στιγμή σταματούσε κάθε δραστηριότητα στο σπίτι. Ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν τα άγια λόγια της βραδιάς. Ν΄ακούσουν το μοιρολόι που μοιρολογούσαν οι γυναίκες τον Χριστό. Θυμάμε, την μακαρίτισσα την μάνα μου που ήταν τελείως αγράμματη, μα ήξερε απέξω όλους τους στίχους, που είναι ολόκληρο κατεβατό. Θα γράψω μερικά λόγια: "Σήμερα μαύρους ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβονται, κι τα βουνά λυπούνται, σήμερα έβαλαν βουλή οι ανώνυμοι ουβραίοι, οι άνουμοι κι τα σκυλιά, κι τρις καταραμένοι".
Είναι ένα πολύ σπουδαίο λογοτεχνικό αφιέρωμα στον Ιησού Χριστό.
Αυτή η συνήθεια να φυλάγεται ο Χριστός όλη τη νύχτα υπάρχει και σήμερα. Ίσως όμως να μην γυνεται με εκείνη την ιεροτελεστία και τον σεβαμό.
Μ.Παρασκευή. Σήμιρα τρέμ΄η γη, τρέμουν τα υπουράνια έλεγαν…
Είναι η μόνη μέρα του χρόνου που δεν έκαμναν καμιά εργασία γυναίκες και άντρες, δεν πιάναν σκεπάρνι, σφυρί, ή άλλο γεωργικό εργαλείο. Οι γυναίκες δεν πιάναν ψαλίδι, βελόνι, δεν φουκαλνούσαν - δεν σκούπιζαν, δεν μαγείρευαν.
Το βράδυ που κατέβαζαν τον Χριστό, μετά τον επιτάφιο, γύριζαν σπίτι στρώναν ένα μεγάλο υφαντό μισάλι - μεσάλα, εκεί σε ένα βαθύ μ΄σούρι-πιάτο έβαζαν κρασί μαύρο και βουτούσαν όλοι το ψωμί. Υπήρχε και το ξύδι σε ένα πιάτο, εκεί μούσκευαν τα πράσινα κρεμιδάκια, σκορδάκι, μαρουλάκι ήταν και αυτό συμβολικό στο τραπέζι.
Μ.Σάββατο. Ολος ο κόσμος βιαστικός να προλάβει και τις τελευταίες εργασίες. Οι γυναίκες να καθαρίσουν, και να ετοιμάσουν το αρνί μι τα μπιτσιβίσια. Ήταν , και είναι μια ολόκληρη ιεροτελεστία, διότι, αυτή η πατροπαράδοτη συνήθεια δεν διακόπηκε από την ρουμλουκιώτικη οικογένεια. Αξίζει νομίζω να περιγράψω τον τρόπο με τον οποί ετοιμάζονταν αυτό το Πασχαλίνο τραπέζι, με τα μπιτσιβίσια.
Το αρνί σφάζονταν το μεσημέρι. Το είχαν σημαδεμένο από κάτω με κόκκινη μπογιά, στον κλέφαρο - μέτωπο, ή στη ράχη.
Τα παιδιά στριφογύριζαν γύρω από τον σφάχτη, για να τα βάλει με το δάκτυλο του λίγο αίμα, μια βούλα στο μέτωπο, και στο μάγουλο. Πίστευαν πως το αίμα του αρνιού, όπως και του γουρουνιού έχει την δύναμη να ακούει τους ψύλους, τις ψείρες, τα κουνούπια, που εκείνα τα χρόνια τυραννούσαν τον ντόπιο πλυθησμό.
Ακόμα πίστευαν πως τους προστατεύει και από αρρώστιες, που είναι φυσικό, αν δεν τους τσιμπούσαν όλα αυτά τα βλαβερά έντομα θα είχαν καλύτερη υγεία το καλοκαίρι.
Το αρνί το πέρναν οι γυναίκες, και άρχιζε η προετοιμασία:
Πρώτη φροντίδα να πλυθούν τα μπιτσιβίσια-τα εντόσθια, συκώτι, καρδιά, έντερα. Μετά τα έβαζαν στην κατσαρόλα να ζεματιστούν ελαφρά και στην συνέχεια τα τεμάχιζαν ψιλά. Παράλληλα, σε άλλη κατσαρόλα βράζαν τα πράσινα κρεμυδάκια και αυτά ελαφρώς ζεματίζονταν"
Μέσα σε ένα μεγάλο αγκιό-σκεύος ρίχναν τα μπιτσιβίσια, τα κρεμύδια, άνιθο, διόσμο αρκετό, πιπέρι σπιρί αλάτι, και μια ποσότητα ρύζι.
Αυτό το κανόνιζε η νοικοκυρά. Το αρνί αφου είχε στραγγίξει το άνοιγαν και το γέμιζαν με υλικό από αυτό που είχαν ετοιμάσει. Το έραβαν με άσπρη κλωστή -"ποτέ μαύρη" και το τοποθετούσαν στο γανομένο μπακιρένιο νοχιό -μεγάλο ταψί που ήταν γι΄αυτή την ημέρα. Ρίχναν μέσα και το υπόλοιπο υλικό, και στην συνέχεια το αρνί το κάλυπταν με την σκέπη του αρνιού. Σε ένα φλιτσάνι ρίχναν λίγο κόκκινο γλυκό πιπέρι με νερό, και με το πινέλο το πασάλιβαν, ώστε, να πάρει μια ροδοκόκκινη όψη. Αυτό θα βοηθούσε να έχει καλύτερο χρώμα. Για καλό, και κακό, τοποθετούσαν και μία ή δύο κεραμίδες βυζαντινές πάνω στο σώμα, αυτό προστάτευε το κρέας να μην αρπάξει στο φούρνο.
Στο μεταξύ οι άντρες ετοίμαζαν τον φούρνο, τον πάνιζαν -καθάριζαν, και στην συνέχεια τον άναβαν γύρω στις 6.30-7.00 το βράδι. Αν υπήρχαν καλά καυσόξυλα σε 35 λεπτά ήταν έτοιμος να δεχτεί τα ταψιά. Πρέπει να πούμε πως συνηθίζονταν, και συνηθίζεται ακόμα να κλείνονται 4-5 αρνιά σε ένα φούρνο, για πολλούς, και διάφορους λόγους… Ετοίμαζαν την λάσπη, από χώμα, και άχυρο ζυμούμενη, τον κλείστη που έκλεινε εφαρμοστά, τον αναδότη για το σήκομα του ταψιού. Όλα ήταν έτοιμα. Αυτός που έκαιγε τον φούρνο γνώριζε πότε ήταν έτοιμος. Έπρεπε να ασπρίσει όλος ο ουρανός - θόλος.
Από την στιγμή που έσβυνε και η τελευταίο φλογίτσα, έπρεπε να μπουν τα ταψιά μέσα για να μην χαθεί η πύρα.
Πριν φουρνιστούν με ένα αγκιό, το θερμάρι με χλιαρό νερό ρίχναν μέσα στο ταψί μια ποσότητα για το ρύζι. Αυτό το κανόνιζε ή κάθε νοικοκυρά, αν το ήθελε λίγο μαλακό ή ξεροψημένο. Στα γρήγορα φουρνίζονταν και αμέσως έμπαινε ο κλείστης και στη συνέχεια η λάσπη, που κάλυπτε γύρω γύρω τον κλείστη. Δίπλα ακριβώς από το σώμα του σπιτικού φούρνου, υπάρχει μια τρύπα να βγαίνει ο αέρας να γίνεται καλή καύση των καυσόξυλων.
Αυτή η τρύπα πρέπει να κλείσει με λάσπη. Αν ξεχαστεί τα κρέατα, με τα ταψιά θα γίνουν κάρβουνα. Έτσι απομονώνονται στεγανοποιούνται, τα κάρβουνα που υπάρχουν σβήνουν και μένει μόνο η θερμοκρασία, δίχως οξυγόνο. Αρκετοί ώρα περιμένουν να δουν μην τυχόν και σκάσει κάπου η λάσπη.
Στο τέλος κάνουν με το δεξί χέρι το σημείο του σταυρού στον κλείστη, και εύχονται όλοι καλή ανάσταση.
Εκεί θα ψήνουν όλη τη νύχτα. Τα παλιά χρόνια τα φύλαγαν, γιατί τα κλέβαν οι κλέφτες. Την άλλη μέρα μετά τις 12 ήταν έτοιμα να βγουν. Έπρεπε όμως να προηγηθούν και κάποιες άλλες χριστιανικές και κανονικές συνήθειες. Ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία για την ανάσταση με ένα αυγό βαμμένο. Μετά το Χριστός Ανέστη τσίγκριζαν και το τρωγαν. Ήταν το πρώτο αρτήσιμο φαγί. Με αυγό έκλεινε το στόμα την αποκριά με το χάσκα, και με αυγό άνοιγε.
Πριν το τραπέζι, έπρεπε ο παππούς, η γιαγιά στο σπίτι να δεχτεί τα εγγόνια της με τις πασχαλιές. Ένα ακόμα ωραία έθιμο.
Τιμούσαν τον παππού, και αν δεν υπήρχε, τα μικρά παιδιά την έδιναν στον πατέρα. Ο παππούς μέσα στον καλοστρωμένο οντά στο τσιαμακιάνι, μι τα μπλακεντένια, και ταμπλιαστά υφαντά κάθονταν στον κανάπε πάνω σε ένα προσκέφαλο, και καρτερούσε τα εγγόνια του. Αυτά έμπαιναν μέσα, κρατώντας στο χέρι την Πασχαλιά που ήταν τυλιγμένη σε ένα ειδικό μαντήλι, με τρία αυγά κόκκινα.
Έδινε την Πασχαλιά, και ο παππούς την ξετύλιγε έπαιρνε το άκρο του, και στη συνέχεια κάτω από το προσκέφαλο η από το ζωνάρι έβγαζε την σακούλα με τον παρά τον έβαζε στο μαντήλι και ένα αυγό. Το παιδί έσκυβε φυλούσε το χέρι του παππού, με σεβασμό και έπαιρνε το μαντήλι. Η αγωνία ήταν ως που να βγει έξω από την αυλόπορτα. Το άνοιγε και έπαιρνε το χρήμα.
Αυτή η χαρά, αυτή η στιγμή δεν περιγράφεται. Ήταν το μόνο έθιμο που τα παιδιά πέρναν χρήματα. Τα χρήματα αυτά είχαν αξία όσα και να ήταν.
Μετά απ΄αυτή την διαδικασία έρχεται η ώρα τον πασχαλινού αρνιού. Η νηστία εξήντα ημερών, με στέρηση το κρέας, το γάλα, το τυρί, το αυγό, αλλά και το λίγο σαμολαδο, είχαν εξαντλήσει τους οργανισμούς. Τα τυραννισμένα σώματα από την κακουχία έτρεμαν από την αγωνία πότε θα φτάσει η στιγμή να το δουν πάνω στο τραπέζι. Κρυφή αγωνία όμως υπήρχε μήπως το αρνί κάηκε, η γίνει άψητο..
Όλα τελείωναν με το άνοιγμα του κλείστη. Με το που τον άνοιγαν χτυπούσε εκείνο το άρωμα των κρεμυδιών, του μαϊντανού του άνηθου, και φυσικά το ίδιο το κρέας. Τα παιδικά μου χρόνια δεν θυμάμαι να καθίσω σε καρέκλα. Τρώγαμε κάτω στον σοφρά, όλοι διπλό πόδι. Το πασχαλινό τραπέζι έπρεπε να είναι μόνο με το αρνί, και αυτό όπως ήταν ολόκληρο
Μέσα από ταψί, ο καθένας θα έτρωγε όσο ήθελε, φαγητό, και κρέας. Βέβαια πολλές φορές αυτό το φαγητό προκαλούσε μια δυσάρεστη στιγμή. Καθώς ήταν το στομάχι αδειανό, και ο οργανισμός εξαντλημένος πάθεναν κόψιμο. Δεν πρέπει όμως να λησμονήσουμε και την αγωνία των παιδιών, να πάρουν το κότσι τον αστράγαλο, για το ανοιξιάτικο πασχαλινό παιχνίδι:
Τα κότσια:
Ανάμεσα στα άλλα παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά στο Ρουμλούκι ήταν και τα κότσια. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό, μάλλον πανελλήνιο και οπωσδήποτε πανάρχαιο παιχνίδι, που βρισκόταν "εν ζωή" μέχρι πριν λίγα χρόνια.
Τα κότσια ήταν παιχνίδι ανοιξιάτικο, για την ακρίβεια μεταπασχαλινό, αφού από το πόδι του φουρνιστού αρνιού της Λαμπρής εξασφαλίζαμε το βασικό "εργαλείο", το κότσι.
Αστράγαλος είναι το επίσημο όνομα του κόκαλου, και η ανατομία λέει ότι "αποτελεί ένα από τα οστά των κάτω άκρων, πάνω στο οποίο στηρίζεται η κνήμη και κατά συνέπειαν όλος ο υπόλοιπος σκελετός". Εχει τέσσερις επιφάνειες, δυο στενότερες και δυο πιο πλατιές. Για το παιχνίδι ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δυο πρώτες. Απ' αυτές εκείνη με τη μικρή κυρτότητα ονομάζεται "βασιλιάς" και η άλλη, η σχετικά κοίλη, λέγεται "βεζύρης". Ενα ακόμα απαραίτητο εξάρτημα για το παιχνίδι είναι το "λουρί", η δερμάτινη ζώνη δηλαδή κάποιου από τους συμπαίχτες, οι οποίοι - τέσσερις το λιγότερο - κάθονται στο έδαφος κυκλικά.
Το παιχνίδι αρχίζει ρίχνοντας το κότσι κάτω, όπως γίνεται με τα ζάρια. Το παιδί που θα πετύχει να το ρίξει έτσι ώστε το κότσι να σταθεί σε μια από τις στενές επιφάνειες χρήζεται αντίστοιχα "βασιλιάς" ή "βεζύρης". Φυσικά το καθένα από τα αξιώματα έχει και τις ανάλογες αρμοδιότητες. Για την περίπτωση, ο "βασιλιάς" είναι ο νομοθέτης και ο "βεζύρης" η εκτελεστική εξουσία. Ο πρώτος ορίζει το ύψος της ποινής - χτυπήματα με το λουρί στις ανοιχτές παλάμες - και ο δεύτερος εκτελεί, κατά κανόνα με υπερβάλοντα ζήλο, κάθε φορά που οι υπόλοιποι παίχτες αποτυχαίνουν, καθώς ρίχνουν το μαγικό κόκκαλο να κατακτήσουν και οι ίδιοι ένα αξίωμα.
Οπως είναι φυσικό, ο αριθμός των χτυπημάτων και η ένταση τους αυξάνονταν με την πρόοδο του παιχνιδιού. Οι τιμωρούμενοι δέχονται τα χτυπήματα με φωνές, γογγυσμούς και διαμαρτυρίες, αλλά χωρίς να τραβούν τα χέρια τους. Παρηγορούνται με τη σκέψη πως κάποια στιγμή θα γίνει αλλαγή εξουσίας και τότε εκείνος που θα βογγήξει περισσότερο θα είναι ο άλλος.
Αυτό είναι με λίγα λόγια το παιχνίδι "τα κότσια", οι "αστράγαλοι", όπως τους έλεγαν οι αρχαίοι, γιατί το παιχνίδι, αυτούσιο ή με παραλλαγές, παιζόταν από τα ομηρικά ακόμα χρόνια.
Την πρώτη γραπτή μαρτυρία την έχουμε στην προτελευταία ραψωδία της Ιλιάδας. Στον Αχιλλέα, που κοιμάται αποκαμωμένος από τον παράφορο θρήνο για το θάνατο του επιστήθιου φίλου του, εμφανίζεται το πνεύμα του Πατρόκλου και του λέει "....να βάλουν των δυο τους τα κόκκαλα μαζί, όπως μαζί μεγάλωσαν στο αρχοντικό μέσα, τότε που ο Με-νοίτιος, μικρό παιδάκι, τον πήρε απ' την Οπούντα και τον έφερε κοντά τους, μετά τον άγριο φόνο που 'κάμε, τη μέρα εκείνη που σκότωσε το αγόρι του Αρχίδαμο, την ώρα που έπαιζαν αστραγάλους".
Για το ίδιο όμως παιχνίδι υπάρχουν αναφορές και σε μεταγενέστερα έργα. Στο διάλογο του Πλάτωνα "Λύσις", όπου εξυμνείται η φιλία, διαβάζουμε:
'....Οταν εισήλθομεν, επειδή τα παιδιά είχαν τελειώσει τας θυσίας και αϊ τελεταί αϊ σχετικοί με τα θύματα είχον σχεδόν περατωθεί, έπαιζον τώρα αστραγάλους, στολισμένα εορτάσιμα, βγάζοντας από τα καλάθια πολλούς
αστραγάλους, έπαιζον μονά - ζυγά εις μίαν γωνίαν του αποδυτηρίου, γύρω απ' αυτά ήταν μαζεμένα άλλα παιδιά και παρηκολούθουν το παιχνίδι".
Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτει ότι το παιχνίδι παίζεται και με διαφορετικό τρόπο. Σύμφωνα μ' αυτόν, που ονομάζεται "αρτιάζειν", το παιδί έκλεινε στη μια ή στις δυο χούφτες του έναν αριθμό αστραγάλων και ο συμπαίχτης του έπρεπε να μαντέψει αν ο αριθμός αυτός ήταν άρτιος ή περιττός, αυτό δηλαδή που σήμερα λέγεται απλά "μονά - ζυγά".
Παραλείποντας μια πλειάδα αρχαίων συγγραφέων, οι οποίοι αναφέρουν στα έργα τους τον αστραγαλισμό, θα κλείσουμε με την άποψη ενός σύγχρονου ερευνητή, του ακαδημαϊκού Κ. Ρωμαίου, ο οποίος στο βιβλίο του "Κοντά στις ρίζες" λέει σχετικά:
"Η σημερινή ευτράπελη μορφή του παιχνιδιού πρέπει να είναι από τις νεώτερες φάσεις του αρχικού λατρευτικού "δρωμένου". Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά από τις πολλές παρόμοιες, όπου λατρευτικά έθιμα με τον καιρό κατάντησαν να επιζούν μόνο εξ αιτίας της διασκεδαστικής συμβολής τους στην καθημερινή ζωή".
Έτσι περιμέναμε το Πάσχα τα χρόνια εκείνα, που δεν είχαν έρθει ακόμα όλα αυτά τα αγαθά, τα οποία δεν τα χαιρόμαστε…